- αισθητική
- I
(Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων και ανάγεται στο 1750, όταν ο Γερμανός φιλόσοφος Αλεξάντερ Γκότλιμπ Μπάουμγκαρτεν δημοσίευσε μια πραγματεία με τον τίτλο Αισθητική ή επιστήμη της αισθητής γνώσης, στην οποία το κάλλος ορίζεται ως τελειότητα της κατ’ αίσθηση γνώσης και το ποίημα, το έργο της τέχνης του λόγου (αλλά, σε επέκταση, κάθε άλλο έργο τέχνης) ορίζεται ως oratio sensitiva perfecta, δηλαδή λόγος του οποίου η τελειότητα βρίσκεται στο κάλλος, στην αισθητή μορφή και όχι στη φιλαλήθεια, στο νοητικό του περιεχόμενο. Από τον ορισμό αυτό του ωραίου ως αισθητικής τελειότητας προκύπτει η ονομασία της α., που έδωσε ο Μπάουμγκαρτεν στη φιλοσοφική επιστήμη του ωραίου και της τέχνης. Η ονομασία αυτή, έπειτα από την αρχική δυσπιστία, έμελλε να επαναληφθεί κατά βάση αλλά και να διευκρινιστεί φιλοσοφικά από τον Καντ και ύστερα να υιοθετηθεί από τη νεότερη φιλοσοφία, μπαίνοντας και στο κοινό λεξιλόγιο, το οποίο ονομάζει α. κάθε δραστηριότητα που ασχολείται με το ωραίο ως αισθητή ποιότητα, έτσι που να περιλαμβάνει και τη δραστηριότητα των χειρουργών οι οποίοι ειδικεύονται στο να διορθώνουν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου προσώπου για να τα καταστήσουν ωραιότερα, καθώς και όλων εκείνων που ασχολούνται με την ομορφιά του προσώπου και με τα καλλυντικά.Παρότι ο ορισμός είναι σχετικά πρόσφατος, η φιλοσοφική έρευνα γύρω από τα προβλήματα του ωραίου είναι τόσο παλαιά όσο και η φιλοσοφία. Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο γίνεται αναφορά στην α. της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης κλπ., υιοθετώντας αναδρομικά τον ορισμό που ανάγεται στον Μπάουμγκαρτεν. Πρέπει, όμως, να έχουμε υπόψη μας ότι, ενώ η νεότερη α. σε όλες τις κατευθύνσεις της (μόνο στα γερμανικά πανεπιστήμια του δεύτερου μισού του 19ου αι. ορισμένοι καθηγητές έκαναν διάκριση ανάμεσα στην α. ως φιλοσοφία του ωραίου και την επιστήμη της τέχνης) πραγματεύεται από κοινού θέματα και περί του ωραίου, ως κατηγορίας της κρίσης η οποία αναφέρεται στα έργα τέχνης, και θέματα περί της τέχνης, στην αρχαιότητα και μετέπειτα, έως τον Μπάουμγκαρτεν, ή μάλλον έως τον Καντ, η θεωρία του ωραίου και η θεωρία της τέχνης εξετάζονταν χωριστά· η πρώτη ως ιδιαίτερος κλάδος της μεταφυσικής και η δεύτερη ως θεωρία της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, η οποία ονομαζόταν συνήθως ποιητική.Στην ελληνική φιλοσοφία, ο πρώτος που έδωσε ορισμό της τέχνης ήταν ο σοφιστής Γοργίας στο Ελένης εγκώμιον. Κατά τον Γοργία, η τέχνη είναι η ικανότητα να προκαλούμε συναισθήματα διαμέσου μιας προσποιητής πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας λέξεις ή ζωγραφιές.Στη φιλοσοφία του Πλάτωνα γίνεται διάκριση ανάμεσα στη θεωρία του καλού (ωραίου) και στη θεωρία της τέχνης, δίχως όμως να κόβεται ο μεταξύ τους δεσμός. Με το καλό ο Πλάτων ασχολείται κυρίως στον Φαίδρο, στο Συμπόσιο, στον Ιππία τον μείζονα και με την τέχνη στην Πολιτεία, στον Ίωνα και στους Νόμους.Το καλόν, κατά τον Πλάτωνα, είναι η αρχή του έρωτος. Το απόλυτο κάλλος που βρίσκεται στις υπερουράνιες ιδέες όταν διαφαίνεται στην πραγματικότητα του κόσμου, ο οποίος είναι μίμηση αυτών των ιδεών (σε μια μεταγενέστερη φάση φαίνεται πως ο Πλάτων αντικαθιστά την έννοια της μίμησης με την έννοια της μέθεξης), ξυπνά μέσα μας έρωτα προς ό,τι είναι ωραίο και, προπάντων, προς τα ωραία πρόσωπα. Η τέχνη είναι λειτουργία παραγωγική εικόνων που μιμούνται την πραγματικότητα και με το κάλλος τους ξυπνούν τον έρωτα για την πραγματικότητα που μιμούνται. Η τέχνη μπορεί να μιμηθεί την αισθητή πραγματικότητα, που είναι προσωρινή, ευμετάβολη και υπόκειται σε φθορά, γιατί και η ίδια είναι μίμηση της νοητής πραγματικότητας, της ιδέας, που τη γνωρίζουμε με τη διάνοια. Η τέχνη που μιμείται τον αισθητό κόσμο προκαλεί στους πιστούς της τον έρωτα γι’ αυτόν τον κόσμο και όχι για τις ιδέες, των οποίων είναι ένα ευτελές αντίγραφο. Ως τέτοια είναι βλαβερή και διώκεται, γιατί ξυπνά τον έρωτα προς τα φαινόμενα και όχι προς την αλήθεια, ενώ ενθαρρύνεται η τέχνη που μιμείται τις ιδέες και με το κάλλος της γεννάει τον έρωτα προς ό,τι είναι αληθινό και δίκαιο.Και ο Αριστοτέλης υποστηρίζει, επίσης, ότι η τέχνη είναι μίμηση που έχει σκοπό να προκαλέσει ορισμένα συναισθήματα: μίμηση όχι των γεγονότων που έχουν συμβεί, αλλά εκείνων που μπορούν να συμβούν, του καθολικού και όχι του μερικού. Αν αυτό το οποίο απομιμείται είναι άσχημο, δεν σημαίνει πως είναι άσχημη η καλλιτεχνική μίμηση, γιατί η μίμηση εκείνου που είναι καθαυτό άσχημο, αποκρουστικό και τρομακτικό, ασκεί μια λυτρωτική επίδραση, εξαγνίζει την ψυχή από τη φρίκη, τον τρόμο, την αηδία. Η καλλιτεχνική μίμηση χρησιμοποιεί διάφορα μέσα ανάλογα με τις διάφορες τέχνες: τον λόγο, ο οποίος αναφέρεται άμεσα στα γεγονότα που σημειώθηκαν, στο έπος· την άμεση έκθεση των γεγονότων στην τραγωδία και στην κωμωδία· τον λόγο που έχει σκοπό να πείσει στη ρητορική τέχνη· τις εικόνες, σχεδιασμένες και χρωματισμένες, στη ζωγραφική κλπ. Με την τέχνη ο Αριστοτέλης ασχολείται στην Ποιητική, στη Ρητορική και στα Πολιτικά. Η Ποιητική, στο τμήμα που διασώθηκε, ασχολείται κυρίως με τη δραματική τέχνη και ορίζει την τραγωδία και την κωμωδία, δείχνοντας γιατί και πώς διαφέρουν από την επική ποίηση και εκθέτοντας τις απαιτήσεις της τέχνης. Στη Ρητορική ο Αριστοτέλης εκθέτει τις προϋποθέσεις και τους σκοπούς της ρητορικής τέχνης, ενώ στα Πολιτικά (καθώς επίσης στην Ποιητική) ασχολείται συμπτωματικά με την τέχνη των ζωγράφων, στο μέτρο που μπορούν να αναπαραστήσουν μόνο τα σωματικά χαρακτηριστικά ή ακόμα τον χαρακτήρα των προσώπων που απεικονίζονται.Κατά τον Πλωτίνο, η τέχνη δεν είναι μίμηση της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά πραγματοποίηση μιας ιδέας που εδρεύει μέσα στην ψυχή και είναι το κάλλος, το οποίο προέρχεται από το Εν, που είναι μαζί απόλυτη ομορφιά, απόλυτη καλοσύνη, απόλυτη αλήθεια.Η έννοια αυτή του ωραίου ως υπερκόσμιας ουσίας, της οποίας μια ακτίνα διαλάμπει μέσα στην πραγματικότητα αυτού του κόσμου, όπως διατυπώθηκε από τον Πλωτίνο και τον Πρόκλο, θα περάσει στη χριστιανική φιλοσοφία διαμέσου του αγίου Αυγουστίνου και του Ψευδο-Διονυσίου, και θα αποτελεί τη βάση όλων των μεσαιωνικών αντιλήψεων περί του ωραίου. Κατεξοχήν ωραίος είναι ο θεός· από τον θεό το κάλλος διαχέεται στη δημιουργία, ακόμα και σε αυτό το μέρος της δημιουργίας που σε μας φαίνεται άσχημο και αποκρουστικό. Το ίδιο ωραία με όλα τα άλλα πράγματα της δημιουργίας μπορούν να είναι τα έργα του ανθρώπου, είτε παράγονται από τις ελευθέριες τέχνες είτε από τις μηχανικές τέχνες. Οι ελευθέριες τέχνες (στην κυριολεξία επιστήμες) είναι εκείνες που ασκούνται μόνο με τη διάνοια· οι μηχανικές τέχνες είναι εκείνες που απαιτούν τη χειρωνακτική επεξεργασία μιας ύλης (βλ. λ. τέχνη). Καθετί που κάνει ο άνθρωπος μπορεί να είναι ωραίο, γιατί οι δημιουργίες του ανθρώπου είναι απομιμήσεις της θείας δημιουργίας. Ως ωραία, κάθε εργασία του ανθρώπου μπορεί να έχει αισθητική αξία, αλλά τίποτε απ’ ό,τι δημιουργούν οι άνθρωποι δεν το φτιάχνουν μόνο και μόνο για το κάλλος του. Κάθε ανθρώπινο έργο είναι έργο τέχνης, αλλά κανένα ανθρώπινο δημιούργημα δεν είναι μόνο έργο τέχνης.Οι ζωγραφικοί πίνακες και τα αγάλματα χρησιμεύουν στη λατρεία, στην πολιτική ζωή, στην εκπαίδευση· η μουσική χρησιμεύει στη λατρεία, στην κοινωνική ζωή, στις ερωτικές σχέσεις. Όσο περισσότερο ένα δημιούργημα της ανθρώπινης τέχνης πλησιάζει τον σκοπό για τον οποίο έγινε, τόσο ωραιότερο είναι· αλλά η ομορφιά του δεν πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να το κάνει ακατάλληλο για πρακτική χρήση. Ένα πριόνι από γυαλί, γράφει ο Θωμάς ο Ακινάτης, δεν θα ήταν ωραιότερο από ένα ατσαλένιο, γιατί δεν θα εξυπηρετούσε τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε.Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι και διατριβογράφοι του 15ου αι., για τους οποίους ζωγραφική και γλυπτική είναι πνευματικές λειτουργίες όμοιες με την ποίηση και τη μουσική, θεμελιώνουν την καλλιτεχνική εξιδανίκευση (η οποία στην Αναγέννηση αρχίζει να εκτιμάται καθαυτή και όχι ως όργανο άλλων σκοπών) στον έρωτα του ωραίου και στην αναζήτηση μιας επιστημονικής αλήθειας που να συμπίπτει με το κάλλος. Τον 16ο αι., μαζί με την ανανέωση της φήμης του Αριστοτέλη, επανέρχεται στην επικαιρότητα η αντίληψη πως η τέχνη είναι μίμηση της φύσης και η καλλιτεχνική ωραιότητα τέλεια μίμηση της φυσικής πραγματικότητας. Στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα, όμως, αρχίζει να κατακτά έδαφος η αντίληψη πως η τέχνη είναι μια φανταστική δραστηριότητα ανεξάρτητη από την επιστήμη και από τη μίμηση της φύσης, η οποία βασίζεται στην εξιδανικευμένη ελευθερία του πνεύματος. Η αντίληψη αυτή, που θα κυριαρχήσει στον 17ο αι., θα καταλήξει να ορίσει την τέχνη ως ελεύθερη επινόηση της φαντασίας, ικανής να πραγματοποιήσει σπάνιους συνδυασμούς, που ο Ισπανός Μπαλτασάρ Γκραθιάν και ο Ιταλός Εμανουέλε Τεζάουρο, θα ορίσουν ως aguteza (σοφιστεία ή οξύνοια).Στον 17ο αι. επίσης, ο Γάλλος Μπουαλό θεωρεί την τέχνη ως μίμηση της πραγματικότητας, της οποίας η ωραιότητα απορρέει από τοότι κυβερνάται από τη λογική, ενώ οι Άγγλοι δοκιμιογράφοι του 16ου και του 17ου αι. υποστηρίζουν ότι η τέχνη βασίζεται στη φαντασία και στο συναίσθημα. Στη φαντασία και στο συναίσθημα εναποθέτουν επίσης την αρχή της τέχνης ο Γάλλος Ντι Μπο και ο Ιταλός Τζοβάνι Μπατίστα Βίκο, ο οποίος διακηρύσσει πως στη βάση της τέχνης βρίσκονται τα πάθη και οι εντυπώσεις και όχι οι συλλογισμοί, και πως η τέχνη απαιτεί ρωμαλέα φαντασία. Το 1750 δημοσιεύτηκε η πραγματεία του Μπάουμγκαρτεν, που αποδίδει στο αίσθημα και τη φαντασία μια δική τους τελειότητα, ανεξάρτητη από τη διάνοια. Στην αντίληψη πως η τέχνη είναι μίμηση της πραγματικότητας ξαναγυρίζει ο Λέσινγκ, ο οποίος στον Λαοκόοντά του υποστηρίζει ότι η ποίηση αναπαριστά τις πράξεις που επιτελούνται στον χρόνο, ενώ οι εικαστικές τέχνες αναπαριστούν τα σώματα που εκτείνονται στον χώρο. Το 1790 δημοσιεύεται η Κριτική της δύναμης της κρίσης του Καντ, ο οποίος υποστηρίζει ότι ωραίο είναι εκείνο που αρέσει δίχως έννοια, δίχως συμφέρον, ως αντικείμενο γενικής αρέσκειας. Κατά τον Καντ, η τέχνη είναι έργο της μεγαλοφυΐας στην οποία συντρέχουν είτε η διάνοια είτε η φαντασία. Διαφορετική από τη μεγαλοφυή ικανότητα παραγωγής του καλού είναι η καλαισθησία (το γούστο), η ικανότητα εκτίμησης του ωραίου. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Σέλινγκ θα διακηρύξει πως η τέχνη είναι γνώση του απόλυτου και το ωραίο είναι η πραγματική εκδήλωση του ίδιου του απόλυτου, ενώ ο Χέγκελ θα πει ότι η τέχνη είναι αισθητή εκδήλωση της ιδέας, προορισμένη, ως αισθητή, να ξεπεραστεί από τη φιλοσοφία, στην οποία η ιδέα εκδηλώνεται ιδεατά και όχι αισθητά.Αντίπαλος του Χέγκελ και των ιδεαλιστών, ο Σοπενχάουερ βλέπει στην τέχνη μια απελευθέρωση της βούλησης τού να ζει κανείς διαμέσου της θεωρητικής αναπαράστασης των αιώνιων και αθάνατων ιδεών. Κατά τον Σλάιερμαχερ, η τέχνη είναι ζωντανή έκφραση της ατομικότητας, ενώ ο Καρλ Βίλχελμ φον Χούμπολτ ταυτίζει την τέχνη με τη γλώσσα. Τις θεωρίες του Βίκο, του Σλάιερμαχερ και του Χούμπολτ τις επανέφερε στο προσκήνιο ο Κρότσε, ο οποίος θεωρεί την τέχνη παραγωγική γνώση εικόνων, ενώ ο Τζεντίλε ταυτίζει την τέχνη με το συναίσθημα.Σύγχρονος του Κρότσε και του Τζεντίλε, ο Αμερικανός Ντιούι ορίζει την τέχνη ως προϊόν ορισμένων αντικειμένων που παράγονται για την απόλαυση της νόησης, ενώ ο Χάιντεγκερ θεωρεί την τέχνη ως αποκάλυψη της ουσίας της ύπαρξης και ο Γιάσπερς ως μεταφορά του Είναι πέρα από την ύπαρξη. Στη Γαλλία ο Σαρτρ, παίρνοντας ως αφετηρία τη φαινομενολογία του Χούσερλ, βασίζει την τέχνη στην εξιδανικευτική ικανότητα της φαντασίας. Η φαινομενολογία του Χούσερλ ξαναφέρνει στο προσκήνιο άλλα συστήματα α. όπως του Γάλλου Ντιφρέν, του Πολωνού Ινγκάρντεν, του Γερμανού Μαξ Μπένζε. Μια απομονωμένη θέση, αλλά όχι δίχως ενδιαφέρον, κατέχει στην α. η θεωρία του Γερμανού Νικολάι Χάρτμαν, που πέθανε λίγο μετά τονΒ’ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ μεγάλη διάδοση έχουν, σε όλες τις χώρες, οι θεωρίες που βλέπουν στην τέχνη μια εκδήλωση του ασυνείδητου και εκείνες που την ορίζουν ως αντικατοπτρισμό της κοινωνικής πραγματικότητας. Εξάλλου νέοι καλλιτεχνικοί πειραματισμοί, νέα φιλοσοφικά ρεύματα, νέες μέθοδοι θεωρητικής και ιστορικής έρευνας κατά τα τελευταία χρόνια, κατέστησαν αρκετά ποικίλο και πολύπλοκο το πανόραμα της α. και είναι αδύνατο κανείς να εκφέρει γνώμη ανάμεσα στις τόσες θεωρίες, συστηματικές και μη, για το ποιά είναι σήμερα η επικρατέστερη.βιομηχανική α. Κλάδος εφαρμοσμένης α. που μελετά τη λειτουργικότητα και τη μορφή των προϊόντων μαζικής παραγωγής και των μηχανών.
«Ο Παρνασσός», έργο του Γάλλου ζωγράφου Νικολά Πουσέν (1594-1665), αποκαλύπτει τις αισθητικές αντιλήψεις του 17ου αι. (Μουσείο Πράντο, Μαδρίτη· φωτ. Scala).
Το έργο του Φρίντριχ φον Σίλερ επηρέασε σημαντικά τις αισθητικές θεωρίες του γερμανικού ρομαντισμού (προσωπογραφία Άντον Γκραφ).
IIΗ τουαλέτα της Αφροδίτης, πίνακας του Φρανσουά Μπουσέ, έργο του 1751. Ο αισθησιασμός των μορφών βρίσκει την υπέρτατη έκφρασή του σε αυτό τον πίνακα, απότοκος των αντιλήψεων περί αισθητικής και κάλλους της εποχής του (Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης).
(Επιστ.). Τεχνική, η οποία με τη βοήθεια ειδικών προϊόντων που ονομάζονται καλλυντικά, προσπαθεί να τονίσει την ομορφιά του προσώπου και του σώματος, να το προστατεύσει και να διορθώσει τις ατέλειές του.Από πολλές φιλολογικές μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι οι ρίζες της α. είναι πολύ παλιές και βρίσκονται στην Ανατολή. Στους Αιγυπτίους, Πέρσες, Φοίνικες και Εβραίους τη συνήθεια του καλλωπισμού με τεχνητά μέσα δεν την είχαν μόνο οι γυναίκες, αλλά και οι άντρες των ανώτερων τάξεων. Ακόμα και η Βίβλος συχνά αναφέρεται στη χρήση αλοιφών και αρωμάτων, και στο γνωστό επεισόδιο του Ευαγγελίου η αμαρτωλή αλείφει με αρωματικό έλαιο τα πόδια του Ιησού. Η σημασία που πήρε στην Ανατολή η α. (αρκεί να σκεφτεί κανείς το πολύπλοκο έργο των καλλωπισμών που έπρεπε να κάνουν στα σώματα των νεκρών πριν από τη μουμιοποίηση) οφείλεται στην πλούσια ανθοφορία, ειδικά στην Αραβία και στην Παλαιστίνη, των φυτών από τα οποία εξάγονται έλαια, αρώματα και αλοιφές, στις απαιτήσεις υγιεινής που επέβαλλε το κλίμα και τέλος στη λεπτή κλίση προς το κάλλος, τυπικό γνώρισμα αυτών των λαών.Από την Ανατολή η α. διαδόθηκε στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Οι ομηρικοί ήρωες άλειφαν μετά το λουτρό τα σώματά τους με λάδι και αρωματίζονταν με ευωδιές που είχαν ως βάση αιθέρια έλαια από τριαντάφυλλο και γιασεμί. Στην αρχαία Αθήνα οι γυναίκες έβαφαν τα μάγουλά τους, τα φρύδια, τις βλεφαρίδες, σκίαζαν τα βλέφαρα και χρησιμοποιούσαν –όπως και οι άντρες– πολύ τα αρώματα. Σε μεγάλη κλίμακα χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα και τις βαφές μαλλιών (οι Ρωμαίες εκτιμούσαν ιδιαίτερα το ξανθό χρώμα, αλλά δεν πετύχαιναν παρά μόνο το κόκκινο· την ίδια προτίμηση είχαν αργότερα και οι Βυζαντινές, που έβρεχαν τα μαλλιά τους και μετά κάθονταν στον ήλιο για να γίνουν ξανθές). Διαδεδομένες πολύ ήταν και οι αποτριχωτικές κρέμες με βάση την πίσσα, το λάδι, το ρετσίνι, για να κάνουν το δέρμα πιο λείο. Το μαύρο του αντιμονίου υπογράμμιζε και μάκραινε τις βλεφαρίδες και τα φρύδια. Το λευκό του μολύβδου, κρέμα δηλητηριώδης με βάση τον ανθρακικό μόλυβδο, το άπλωναν στα μάγουλα για να τα κάνουν λευκά. Περιβόητη ήταν η συνήθεια που είχαν οι Ρωμαίες της υψηλής κοινωνίας να κάνουν το λουτρό τους σε γάλα όνου· θεωρούσαν ότι έκανε απαλότερο το δέρμα. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Πλίνιος, την Ποπαία συνόδευαν στα ταξίδια της 500 γαϊδούρες. Οι Βυζαντινές προτιμούσαν τα μαύρα (τα έβαφαν με φλούδα καρυδιού) και λεπτά (αφαιρούσαν τις τρίχες) φρύδια, και έβαφαν, όπως και οι αρχαίες, τα βλέφαρα και τις βλεφαρίδες με αντιμόνιο. Αυτά που χρησιμοποιούσαν πάρα πολύ στο Βυζάντιο άντρες και γυναίκες ήταν τα αρώματα. Παρότι οι πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς καταδίκασαν έντονα οποιαδήποτε εκδήλωση ματαιοδοξίας, ακόμα και ο Μεσαίωνας γνώρισε την α., αν και σε πιο στοιχειώδη μορφή. Τα κοκκινάδια τα χρησιμοποιούσαν και οι γυναίκες των Σαξόνων, ενώ οι άντρες πολλών βαρβαρικών λαών άλειφαν τα μαλλιά τους με ταγκό βούτυρο. Μετά τον 10ο αι., με την άνθηση στη Δύση της αυλικής ζωής και του ιπποτισμού, που συνέβαλε στο να αλλάξει πάλι η αντίληψη για την ομορφιά, η α. ξανάγινε βασικό στοιχείο στην καθημερινή ζωή της γυναίκας και, σε μικρότερη κλίμακα, του άντρα. Μεγάλη διάδοση γνώρισαν ως καλλυντικά το μίνιο και ο κρόκος για να χρωματίζουν τα χείλη· το αντιμόνιο και το φούμο για να σκουραίνουν τις βλεφαρίδες και τα φρύδια· το φασκόμηλο για να καθαρίζουν τα δόντια· τα αμύγδαλα, το πιπέρι, το λεμόνι, το ξίδι και το ασπράδι αβγού για να κάνουν πιο απαλό το δέρμα· τέλος, έλαια και αλοιφές, φυτικές και ανόργανες, για να ξανθαίνουν τα μαλλιά. Στον Μεσαίωνα αποδίδονται επίσης και τα πρώτα στοιχεία για την υγιεινή πλευρά της α. Μεταξύ αυτών είναι πραγματεία Η περιποίηση του σώματος (1256) του Αλντομπραντίνο της Σιένα, λόγιου της εποχής.Η Αναγέννηση, με την αισθησιακή αγάπη για τη ζωή που τη χαρακτήριζε, στάθηκε η χρυσή εποχή της α. Τότε για πρώτη φορά υιοθετήθηκε ένα ιδεώδες ομορφιάς ομόφωνα αποδεκτό, το οποίο ενέπνευσε όλες τις μεθόδους που αποβλέπουν στην ανάδειξη του σώματος. Οι κανόνες της α. –μερικοί εξωφρενικοί και συγγενικοί με μορφές δεισιδαιμονίας, άλλοι εξελιγμένοι επιστημονικά– γεννήθηκαν στην Ιταλία, η οποία τους διέδωσε με επιτυχία σε ολόκληρη τη Δύση. Τότε γνώρισε σημαντική ανάπτυξη η παρασκευή καλλυντικών και έκανε την εμφάνισή του ο επαγγελματίας αρωματοποιός. Ήδη τον 16ο αι. ήταν σε μεγάλο βαθμό διαδεδομένες μέθοδοι α. που εφαρμόζονταν πριν από δεκαετίες, όπως η τοποθέτηση στο πρόσωπο ωμού κρέατος ή στυπτικής κρέμας (αυτό που σήμερα ονομάζουμε μάσκα). Η α. καθιερώθηκε τον 16ο αι. ως κοινωνική απαίτηση και έτσι εξακολούθησε να θεωρείται και στους επόμενους αιώνες. Τον 17ο αι., όταν το Παρίσι και η Μαδρίτη είχαν γίνει οι πρωτεύουσες της κομψότητας, ήταν της μόδας τα πουδραρισμένα μαλλιά και στα πρόσωπα των κυριών εμφανίστηκαν οι περίφημες μους, κομμάτια μαύρο ύφασμα σε σχήμα άστρου, μισοφέγγαρου κλπ., πρόδρομοι των μικρών ελιών. Όλα αυτά εξακολούθησαν να κυριαρχούν στη μόδα όλο τον 17ο αι. και ακριβέστερα έως τη Γαλλική επανάσταση· τότε, μέσα στο κύμα ασκητισμού που είχε ως επακόλουθο, καταργήθηκαν όλα όσα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην έξαρση της ομορφιάς. Με το Διευθυντήριο όμως η α. θριάμβευσε πάλι. Ο ρομαντισμός έπειτα καθιέρωσε νέους κανόνες: καταργήθηκαν τα κοκκινάδια, ενώ οι κρέμες και οι πούδρες χρησιμοποιήθηκαν για να δίνουν χαρακτηριστική ωχρότητα στο πρόσωπο.Από τα μέσα του 19ου αι. η α. έγινε αιτία να εμφανιστεί μια βιομηχανία, που στο πρώτο μισό του 20ού αι. πήρε τεράστιες διαστάσεις: η βιομηχανία καλλυντικών. Τα διάφορα είδη της, από τις πούδρες έως τις τροφοτονωτικές κρέμες και τα γαλακτώματα καθαρισμού, ανάλογα με τους ποικίλους τύπους δέρματος, από τα κραγιόν για τα χείλη που παράγονται σε αναρίθμητες αποχρώσεις έως τις βαφές των μαλλιών, το βερνίκι των νυχιών, τα μολύβια και τις σκιές για το βάψιμο των ματιών, είναι περιζήτητα από τις γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων. Πολυάριθμα, αλλά σχετικά ακριβά είναι εξάλλου τα εξαιρετικά καλά εξοπλισμένα ινστιτούτα α. όπου ένα ειδικευμένο προσωπικό –αισθητικοί, κομμωτές, μασέρ, μανικιουρίστες, πεντικιουρίστες– έχει ως έργο να δημιουργήσει με την α. έναν τύπο γυναικείας ομορφιάς που ανταποκρίνεται στα τρέχοντα πρότυπα ομορφιάς. Σήμερα τα ινστιτούτα α. προσπαθούν να πετύχουν τις επιδιώξεις τους με επιστημονικά συστήματα, ειδικά συνδεδεμένα με την ιατρική: προσπαθούν να διορθώσουν τις φυσικές ατέλειες περιορίζοντας όσο είναι δυνατό ή και εξαφανίζοντας τις ίδιες τις αιτίες τους.α. χειρουργική. Εγχείρηση, που γίνεται κατά κύριο λόγο για να βελτιωθούν οι αισθητικές ατέλειες του προσώπου ή του σώματος.Η αισθητική του προσώπου βασίζεται στην επιδεξιότητα της προσαρμογής του μακιγιάζ με το πρόσωπο, ώστε να τονίζονται ορισμένα χαρακτηριστικά του και να ατονούν άλλα. Τα τρία παραδείγματα εικονίζουν τον καταλληλότερο τρόπο για να μακιγιάρονται διάφοροι τύποι ματιών. Και το βάψιμο των χειλιών πρέπει επίσης να γίνεται ανάλογα με το σχήμα του προσώπου.
Κασετίνα από κόκαλο και μέταλλο που περιέχει τα απαραίτητα σύνεργα για τον καλλωπισμό των Ρωμαίων γυναικών (Αρχαιολογικό Μουσείο, Νάπολη).
Η αισθητική του προσώπου απαιτεί γούστο και τέλεια εκτέλεση: 1) Πριν αρχίσει το μακιγιάζ, πρέπει να καθαριστεί το δέρμα με γαλάκτωμα ή ειδικό σαπούνι. 2) Με κατάλληλο σφουγγάρι απλώνεται μια βάση που πρέπει να ταιριάζει με το χρώμα της επιδερμίδας και επάνω απλώνεται ένα λεπτό στρώμα πούδρας. 3) Το μακιγιάζ των ματιών αρχίζει με την τοποθέτηση στα βλέφαρα μιας σκιάς που απλώνεται στις άκρες, ώσπου να προσαρμοστεί στο σχήμα των ματιών. 4) Ύστερα τονίζονται με πινέλο οι επάνω βλεφαρίδες. 5) Μερικές φορές τοποθετούνται και ψεύτικες βλεφαρίδες. 6) Το κραγιόν απλώνεται στα χείλη με ειδικό πινέλο.
Νεκρικό προσωπείο της εποχής των Πτολεμαίων όπου διαφαίνεται ο εκλεπτυσμένος καλλωπισμός των αρχαίων Αιγυπτίων (Αιγυπτιακό Μουσείο, Τορίνο).
Η αισθητική του προσώπου βασίζεται στην επιδεξιότητα της προσαρμογής του μακιγιάζ με το πρόσωπο, ώστε να τονίζονται ορισμένα χαρακτηριστικά του και να ατονούν άλλα. Τα τρία παραδείγματα εικονίζουν τον καταλληλότερο τρόπο για να μακιγιάρονται διάφοροι τύποι ματιών. Και το βάψιμο των χειλιών πρέπει επίσης να γίνεται ανάλογα με το σχήμα του προσώπου.
* * *η1. η επιστήμη που επισημαίνει και εξετάζει το καλό, το ωραίο στη φύση ή στην τέχνη2. η αντίληψη κάθε ανθρώπου για το ωραίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αισθητική, θηλ. τού επιθ. αισθητικός, πρβλ. γερμ. Aesthetikο όρος αισθητική ως φιλοσοφικός όρος, κατά τον Κουμανούδη, πλάστηκε από τον Γερμανό Μπαουμγκάρτεν (Baumgarten) περί τα μέσα τού 19ου αιώνα].
Dictionary of Greek. 2013.